ἀκατασκόπῳ

ἀκατασκόπῳ
ἀκατάσκοπος
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακατάσκοπος — ἀκατάσκοπος, ον (AM) [κατασκοπῶ] αρχ. εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b) μσν. 1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος «ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν» 2. ανέλπιστος, απροσδόκητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”